φλοκάτα

φλοκάτα
και παλαιότερος τ. φλοκκάτα, η, Ν
βλ. φλοκάτη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δίμαλλος — η, ο 1. ο μαλλωτός κι απ τις δύο πλευρές, φλοκωτός 2. το θηλ. ως ουσ. η δίμαλλη η φλοκάτα …   Dictionary of Greek

  • φλοκάτη — και φλοκάτα και παλαιότερος τ. φλοκκάτα, η, Ν 1. χοντρό πανωφόρι βοσκών και χωρικών 2. μάλλινο φλοκωτό κλινοσκέπασμα ή χαλί, βελέντζα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού επιθ. φλοκάτος] …   Dictionary of Greek

  • Ζαγόρι ή Ζαγοροχώρια — Ιστορική γεωγραφική περιοχή της Ηπείρου, ΒΑ των Ιωαννίνων, η οποία περικλείεται μεταξύ των ορέων Μιτσικέλι (1.810 μ.) και Τύμφη ή Γκαμήλα (2.497 μ.) της κοιλάδας του Αώου και της ορεινής περιοχής του Μετσόβου. Τα 47 χωριά, που αποτελούν τα… …   Dictionary of Greek

  • φλοκάτη — φλοκάτη, η και φλοκάτα, η (λ. ιταλ.) 1. παχύ (χοντρό) και βαρύ φλοκωτό πανωφόρι τσοπάνηδων και χωρικών, η κάπα, η καπότα: Εβρόντησαν τα χαϊμαλιά, ανέμισε η φλοκάτη (Α. Βαλαωρίτης). 2. είδος μάλλινης κουβέρτας φλοκωτής, τσέργα, βελέντζα:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”